- μητρωακός
- μητρῳακός, -ή, -όν (Α)αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά τής Κυβέλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό τής Κυβέλης» + κατάλ. -ακός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητρῳακόν — μητρῳακός masc acc sg μητρῳακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρῳακαί — μητρῳακός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρῳακήν — μητρῳακός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρῳακάς — μητρῳακά̱ς , μητρῳακός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)